μονοεδρικός

μονοεδρικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει μία μόνον έδρα
2. φρ. «μονοεδρική περιφέρεια» — εκλογική περιφέρεια στην οποία εκλέγεται μόνον ένας βουλευτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”